- κρατισμός
- (I)και κρατικισμός, οθεωρία που υποστηρίζει τις παρεμβάσεις τού κράτους στην οικονομική και κοινωνική ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. etatisme < γαλλ. etat «κράτος» + -isme].————————(II)κρατισμός, ὁ (Μ) [κρατίζω]συγκρατημός.
Dictionary of Greek. 2013.